Το καλοκαίρι η Ιερά Σύνοδος θέσπισε την «ημέρα του αγέννητου παιδιού» ως την πρώτη Κυριακή μετά τα Χριστούγεννα. Προηγήθηκε ένας χρόνος καμπάνιας με αφίσες και ημερίδες κατά των αμβλώσεων, με σύνθημα «Αφήστε με να ζήσω». Η ελληνική νομοθεσία επιτρέπει την έκτρωση εντός 12 εβδομάδων σε κάθε περίπτωση, εντός 19 εφόσον πρόκειται για αποτέλεσμα βιασμού και εντός 24 εβδομάδων αν υπάρχουν ενδείξεις σοβαρής ανωμαλίας του εμβρύου. Στην Ελλάδα του ’80 απαγορεύονταν η έκτρωση, οι αγώνες όμως του φεμινιστικού κινήματος, εγχώρια και διεθνώς, κέρδισαν την νομιμοποίηση των αμβλώσεων, με πρώτο το νόμο 1609 επί ΠΑΣΟΚ το 1986.
Η έκτρωση δεν αποτελεί υπόθεση των σύγχρονων κοινωνιών, στην αρχαία Ελλάδα και τη Ρώμη οι εκτρώσεις θεωρούνταν διαδεδομένη τεχνική. Η αλλαγή στον δυτικό κόσμο επήλθε ταυτόχρονα με την εδραίωση του χριστιανισμού, οπότε οι εκτρώσεις ποινικοποιήθηκαν. Κατά τον χριστιανισμό, η ψυχή ενυπάρχει στο έμβρυο από την στιγμή της σύλληψής του, καθιστώντας το μια ολοκληρωμένη ψυχοσωματική οντότητα, με ίσα δικαιώματα με την εγκυμονούσα, εξισώνοντας, έτσι, την άμβλωση με ανθρωποκτονία.
Μόλις από το 1950 έχουν θεσμοθετηθεί νόμοι παγκοσμίως που επιτρέπουν τις αμβλώσεις, με περισσότερες από 68 χώρες να τις απαγορεύουν. Όμως και στις χώρες που νομικά επιτρέπεται, τα τελευταία χρόνια υπάρχει η εισαγωγή προϋποθέσεων που παρεμποδίζουν την ελεύθερη πρόσβαση στις νόμιμες υπηρεσίες αμβλώσεων, όπως η υποχρεωτική περίοδος αναμονής, η αναγκαστική παροχή συμβουλών και η συγκατάθεση τρίτων μερών. Στην Ελλάδα δεν βρισκόμαστε εκεί, ωστόσο ο γιατρός δρα «κατά συνείδηση», καθώς το κράτος δεν τον υποχρεώνει. Έτσι, το 2017 σύσσωμοι οι αναισθησιολόγοι του νοσοκομείου της Σάμου διακήρυξαν πως αρνούνται να διενεργούν εκτρώσεις, αφήνοντας μια ολόκληρη κοινωνία στον αέρα, σε ένα νοσοκομείο που μέχρι εκείνη την στιγμή διεξάγονταν 40-45 εκτρώσεις ετησίως, αναγκάζοντας όποια γυναίκα επιθυμεί να αναζητήσει κάποιον ιδιώτη πληρώνοντας 500€.
Στον αντίποδα τίθεται το αν μια γυναίκα έχει δικαίωμα στο ίδιο της το σώμα, στο να επιλέξει αν και πότε θα γίνει μητέρα, με ποιόν και υπό ποιες συνθήκες. Η διαπάλη έγκειται στο αν προκρίνεται το δικαίωμα του εμβρύου να γεννηθεί ή της γυναίκας στο μέλλον της. Αποτελεί το έμβρυο ολοκληρωμένο άνθρωπο με ίσα δικαιώματα με τους υπόλοιπους; Αν ναι, αυτό συμβαίνει την στιγμή της σύλληψης, όταν χτυπάει η καρδιά του ή τη στιγμή που μπορεί να επιβιώσει εκτός της μήτρας; Για τους υλιστές δεν υφίσταται ψυχή για να προσδώσει εκείνα τα χαρακτηριστικά που θέτει η Εκκλησία. Η συνείδηση, ωστόσο, προκύπτει από την αλληλεπίδραση με το εξωτερικό περιβάλλον και την κατανόηση του εαυτού μέσα από αυτήν. Ένα έμβρυο θα αποκτήσει συνείδηση με τη γέννηση και την εξέλιξή του, αλλά ως τότε δεν διαθέτει. Σε αντίθεση, μια γυναίκα διαθέτει συνείδηση και ικανότητα να επιδράσει πάνω στο περιβάλλον. Η Εκκλησία προσπαθεί να αφαιρέσει αυτό το δικαίωμα από την γυναίκα. Είναι υποκριτικό να εμφανίζονται η Εκκλησία και το κράτος ως εκφραστές «ύψιστου ανθρωπισμού», τη στιγμή που το ενδιαφέρον τους για το αγέννητο παιδί παύει τη στιγμή της γέννησης του, που νομιμοποιούν τις απολύσεις εγκύων και το πετσόκομμα των επιδομάτων. Είναι υποκριτές αυτοί που με τους πολέμους τους («ιερούς» και μη) δίνουν όχι μόνο το ελεύθερο αλλά την ευλογία τους σε σφαγές χιλιάδων ζωών.
Η κοινωνία τοποθετεί τη γυναίκα που επιλέγει την έκτρωση απέναντί της. Γιατί έχει αμφισβητήσει (συχνά ακούσια) τον βασικότερο ρόλο που αυτό το σύστημα και η θρησκεία μέσα στους αιώνες της έχουν προσδώσει: τη μητρότητα ως τη μοναδική της ευθύνη απέναντι στην κοινωνία, για τη διαιώνιση του είδους. Κι αυτό είναι ασυγχώρητο. Δεν πρόκειται, βέβαια, για καμία «χαμένη ψυχή», αλλά για την αμφισβήτηση μιας τόσο βαθιά ριζωμένης αλήθειας, που δεν επιτρέπεται να αγγιχτεί. Δεν υπάρχει η ίδια αντιμετώπιση στον άντρα που ουκ ολίγες φορές θα προτείνει ή θα απαιτήσει την έκτρωση ή θα εξαφανιστεί, το οποίο είναι αποδεκτό. Η έκτρωση είναι δικαίωμα της κάθε γυναίκας και παραμένει οδυνηρή εμπειρία ακόμη και νομιμοποιημένη. Διότι η κοινωνία την κατηγορεί για ανευθυνότητα, η εκκλησία για αμαρτία και ταυτόχρονα εκείνη βιώνει την απόρριψη της κοινωνίας, την αποτυχία της να εκπληρώσει το ρόλο της, τη ντροπή και τον στιγματισμό που της έχουν δημιουργήσει.
Οφείλουμε να απαιτούμε από το κράτος πρόληψη και μέριμνα. Στα σχολεία απουσιάζει η διδασκαλία της σεξουαλικής αγωγής, από την ανατομία και την φυσιολογία των γεννητικών οργάνων, την αντισύλληψη, τα σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα μέχρι τι σημαίνει συναίνεση στον έρωτα. Το 17% των εκτρώσεων αφορά ανήλικες, το 57% διακόπτει για οικονομικούς λόγους και το 38% είναι άγαμες, καθιστώντας την επίδραση της έλλειψης διαπαιδαγώγησης αλλά και της ιδεολογικής κυριαρχίας της εκκλησίας ολοφάνερη. Ταυτόχρονα οφείλουν να υπάρξουν δομές υποστήριξης των γυναικών και των παιδιών τους, ώστε φαινόμενα εγκατάλειψης και βρεφοκτονίας να αντιμετωπιστούν.
Η καθιέρωση της «ημέρας του αγέννητου παιδιού» αποτελεί μια σκοταδιστική εξέλιξη. Η εισαγωγή φραγμών στα δημόσια νοσοκομεία για τις ανασφάλιστες γυναίκες, ο συντηρητισμός μερίδας νοσοκομειακών γιατρών που αρνούνται να προβούν σε αυτή την πράξη, η ενοχοποίηση της γυναίκας για μια ανεπιθύμητη κύηση, παράλληλα με την τραγική αύξηση των βιασμών, έρχονται να δημιουργήσουν ένα τοπίο όπου η σεξουαλικότητα της γυναίκας τίθεται υπό αίρεση, όπως και το δικαίωμά της στο σώμα της. Όπως υποστηρίζει και η Κολλοντάι «είναι δίκαιο και σωστό να είναι ελεύθερες οι εκτρώσεις σε ένα σύστημα που δεν παρέχει τις υλικές και οικονομικές προϋποθέσεις στους τρεις αυτούς παράγοντες (μητέρα, κοινωνία, κράτος) για να αναλαμβάνουν πλήρως το μερίδιο ευθύνης που τους αναλογεί. Αυτό δεν επιδέχεται διαστρέβλωσης».